- κορακιον
- κοράκιον(ᾰ) τό бот. вороний клюв Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοράκιον — κοράκιον, τὸ (ΑM) βλ. κοράκι … Dictionary of Greek
κοράκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακίοις — κοράκιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακίου — κοράκιον neut gen sg κορακίας chough masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακίων — κοράκιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CORYCEON — Mimantis promontor. apud Plinium, l. 5. c. 29. ubi alii Coryneon legunt; Strabo Κοράκιον appellat, l. 14. an Κορωναῖον, ut idem promontorium appellatum sit a corvis vel cornicibus. Nisi potius a Coryna nomen habuerit promontor. Corynaeum. Mentio… … Hofmann J. Lexicon universale
κοράκι — Κοινή ονομασία πολλών στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Corvus, το οποίο περιλαμβάνει συνολικά 39 είδη. Πρόκειται για πτηνά με μαύρο φτέρωμα και ισχυρά πόδια και ράμφος. Όλα τα μέλη του γένους έχουν εξαιρετικές πτητικές ικανότητες και μπορούν να… … Dictionary of Greek
ker-1, kor-, kr- — ker 1, kor , kr English meaning: a kind of sound (hoarse shrieking, etc..), *crane Deutsche Übersetzung: ‘schallnachahmung for heisere, rauhe Töne, solche Tierstimmen and die sie ausstoßenden Tiere” Note: Root ker 1, kor , kr : “a … Proto-Indo-European etymological dictionary